Πώς βρεθήκατε στην Ολλανδία και ποια τα χαρακτηριστικά του ξενοδοχείου Slaak;
Μ.Κ.: To Slaak βρίσκεται στο κέντρο του Ρότερνταμ και είναι ένα brand που λειτουργεί με τα πρότυπα των Tribute Portfolio Hotels της Marriott. Ανήκει στην Odyssey Hotel Group που ιδρύθηκε το 2013 και αναπτύσσεται δυναμικά με νέα ξενοδοχεία σε Γερμανία, Βέλγιο, Σουηδία, Ολλανδία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μάλιστα, ο όμιλος πρόκειται να αναλάβει και το ξενοδοχείο Academias Hotel στην Αθήνα. Το Slaak άνοιξε το 2019 στο Ρότερνταμ σε ένα κτίριο με μεγάλη ιστορία, καθώς υπήρξε ένα από τα πρώτα τυπογραφεία της Ολλανδίας. Βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και αποτελεί πλέον διατηρητέο μνημείο. Το ξενοδοχείο έχει 74 δωμάτια, εστιατόριο και μπαρ που λειτουργούν όλη τη μέρα καθώς και δύο χώρους για events και μικρά συνέδρια. Η κουζίνα του εστιατορίου Didot 34 είναι διεθνής και χαρακτηρίζεται από την εποχικότητα, με ιδιαίτερη έμφαση στο pairing του φαγητού με το κρασί. Εγώ ξεκίνησα την καριέρα μου δουλεύοντας σε ξενοδοχεία της Βόρειας Ελλάδας αλλά επέλεξα πριν από τρία χρόνια να συνεχίσω την καριέρα μου στην Ολλανδία.
Ποια στοιχεία του ελληνικού τρόπου ταιριάζουν ιδιαίτερα στη βορειοευρωπαϊκή αγορά φιλοξενίας;
Μ.Κ.: Ένας από τους λόγους για τους οποίους οι Βορειοευρωπαίοι επισκέπτονται την Ελλάδα είναι επειδή τους αρέσει το γεγονός ότι είμαστε ζεστοί και εγκάρδιοι άνθρωποι. Δίνοντας αυτό το στοιχείο στη δουλειά μας εδώ, λαμβάνουμε εξαιρετικό feedback από τους πελάτες και από τη διοίκηση. Παράλληλα, βέβαια, χρειάζεται μια καλή γνώση των κανόνων του restaurant entrepreneurship, του επιχειρηματικού τρόπου που ταιριάζει στον χώρο των εστιατορίων.
Αντίστοιχα, ποια χαρακτηριστικά του βορειοευρωπαϊκού τρόπου θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πρότυπο για την ελληνική ξενοδοχία;
Μ.Κ.: Ως επαγγελματίες, οι Ολλανδοί είναι μεθοδικοί και πολύ καλοί ως μηχανικοί και εφευρέτες. Υπάρχει επίσης καλή επικοινωνία μεταξύ των μελών των ομάδων και αυτό βοηθά στο να έρθει ένα καλό αποτέλεσμα. Αυτά είναι χαρακτηριστικά που σίγουρα ταιριάζουν και στην ελληνική αγορά. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στη δομή της ελληνικής και της ολλανδικής αγοράς φιλοξενίας. Στην Ελλάδα έχουμε άλλου τύπου ξενοδοχεία. Έχουμε, για παράδειγμα, τεράστια resorts που εδώ στην Ολλανδία δεν υπάρχουν. Υπάρχουν και σημαντικές διαφορές ως προς τις προτιμήσεις των ταξιδιωτών. Στους Ολλανδούς αρέσει, για παράδειγμα, να πηγαίνουν για κάμπινγκ με σκηνές ή τροχόσπιτα.
Πόσο έντονο είναι το στοιχείο της αυτοματοποίησης στη φιλοξενία στην Ολλανδία;
Μ.Κ.: Γνωρίζω πολλά ξενοδοχεία στο Αμστερνταμ και το Ρότερνταμ όπου ο φιλοξενούμενος κάνει check-in πριν ακόμα να φτάσει στο ξενοδοχείο καθώς και πολλές ρεσεψιόν που λειτουργούν χωρίς front office ή προσωπικό. Στην Ολλανδία σπάνια βλέπουμε πια χαρτονομίσματα και οι περισσότερες συναλλαγές γίνονται ηλεκτρονικά. Οι Ολλανδοί είναι εξαιρετικά οικονόμοι και σπεύδουν να υιοθετήσουν λύσεις οι οποίες μειώνουν το κόστος λειτουργίας. Αυτός είναι ένας λόγος που εξηγεί την τόσο έντονη παρουσία της αυτοματοποίησης. Υπάρχουν, από την άλλη, και ξενοδοχεία όπως το Slaak που δίνουν μεγάλη έμφαση στο να υπάρχει στην είσοδο προσωπικό για να καλωσορίζει τους φιλοξενούμενους κάθε φορά που επιστρέφουν στον χώρο.
Τι περιθώριο υπάρχει για χρήση ελληνικών προϊόντων στην κουζίνα ενός ολλανδικού ξενοδοχείου;
Μ.Κ.: Οι Ολλανδοί έχουν μεν τη δική τους κουζίνα αλλά δεν φημίζονται γι’ αυτήν -είναι ανοικτοί σε πολλές εθνικές κουζίνες. Θα έλεγα ότι ειδικεύονται στη fusion κουζίνα και τολμούν διάφορους δημιουργικούς συνδυασμούς. Στην προσωπική μου εμπειρία, έχω δοκιμάσει από high-end γαλλική κουζίνα με νοτιοαμερικάνικες επιρροές μέχρι ολλανδική με ελληνικά στοιχεία. Υπάρχουν στο Άμστερνταμ και στο Ρότερνταμ ελληνικά εστιατόρια που είναι αρκετά κοντά στο να φτάσουν σε επίπεδα Michelin και Bib Gourmand όπως επίσης υπάρχουν και φιλόδοξοι Έλληνες σεφ στην Ολλανδία. Ίσως βέβαια να μην είναι πάντα ανάγκη να φτάσουμε σε αυτό το επίπεδο. Στην ελληνική κουζίνα ταιριάζει περισσότερο ο χαρακτήρας του comfort food.